- αρκουδοπούρναρο
- τοτο δέντρο Ίληξ ο οξύφυλλος, το λιόπουρνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… … Dictionary of Greek
ου ή λιόπρινο — (ίλεξ ο οξύφυλλος). Δεντρύλλιο της οικογένειας των ακουιφολιιδών ή ιληκιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως αρκουδοπούρναρο, ήμερο πουρνάρι, αλλά κυρίως με τη γαλλική ονομασία ου (houx). Είναι πολύκλαδο και έχει φύλλα αειθαλή, δερματώδη, με χείλη… … Dictionary of Greek